- δολιότητα
- ηη ιδιότητα του δολίου, η ανειλικρίνεια, η πανουργία: Ο συνάδελφός μου συμπεριφέρθηκε με δολιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δολιότητα — η (AM δολιότης) η ιδιότητα τού δόλιου, απάτη, πανουργία νεοελλ. δόλια πράξη … Dictionary of Greek
δολιότητα — δολιότης deceit fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεποσύνη — και αλουποσύνη [αλεπός] αλεπουδίσια πανουργία, πονηριά, δολιότητα … Dictionary of Greek
αλεπουδιά — η 1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα 2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά 3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)] … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
βαγαποντιά — και μπαγαποντιά και παγαποντιά, η [βαγαπόντης] αγυρτεία, δολιότητα, απάτη … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
διπροσωπία — η (Μ διπροσωπία) [διπρόσωπος] δολιότητα, ανειλικρίνεια, πανουργία νεοελλ. τερατώδης διάπλαση η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κορμό και δύο κεφάλια συνενωμένα ώστε να εμφανίζονται δύο πρόσωπα … Dictionary of Greek
δολοφροσύνη — δολοφροσύνη, η (AM) δολιότητα, πανουργία … Dictionary of Greek